Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Τι προβλέπεται για τα πλαστά πτυχία στο Δημόσιο:

Σε περίπτωση διαπίστωσης ύπαρξης σχετικού πλαστού πτυχίου ή πιστοποιητικού ακολουθείται η διαδικασία της απόλυσης, είτε με την ανάκληση του διορισμού λόγω του ότι αυτός συντελέστηκε κατά παράβαση του νόμου, είτε με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο στις περιπτώσεις των ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων. Παράλληλα στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις οι αρμόδιες υπηρεσίες -μετά τις σχετικές οδηγίες που έχουν λάβει- κινούν και τις ποινικές διαδικασίες, υποβάλλοντας κατά των εν λόγω δημοσίων υπαλλήλων μηνυτήριες αναφορές για πλαστογραφία και απάτη.
Τι έχει κρίνει η νομολογία για τα πλαστά πτυχία στο Δημόσιο:
Αρχικά τα κατώτερα ποινικά δικαστήρια της χώρας ακολουθώντας τυφλά απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία είχε απολύτως ιδιαίτερα περιστατικά, θεώρησαν χωρίς καμία διάκριση ότι οι πλαστογράφοι απολυθέντες δημόσιοι υπάλληλοι έχουν αντλήσει περιουσιακό όφελος, το οποίο συνίσταται στη συνολική άθροιση των αμοιβών που αυτοί έλαβαν για όσα χρόνια εργάστηκαν στον Δημόσιο. Εκλάμβαναν εσφαλμένα δηλαδή ως παράνομη περιουσιακή ζημία του Δημοσίου ή του συγκεκριμένου δημοσίου φορέα και αντίστοιχη παράνομη περιουσιακή ωφέλεια του δημοσίου υπαλλήλου, το μισθό που ο υπάλληλος ελάμβανε όλα τα χρόνια, για  την εργασία που πραγματικά παρείχε μετά την πρόσληψή του με πλαστό πτυχίο ή άλλο τυπικό προσόν. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα – καθόσον τις περισσότερες φορές το συνολικό άθροισμα των εισπραχθεισών αμοιβών ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ- η εν λόγω πλαστογραφία και απάτη με τη χρήση πλαστού εγγράφου να λαμβάνει κακουργηματική μορφή, λόγω του υψηλού ποσού, το οποίο θεωρούσαν τα Δικαστήρια ότι επωφελήθηκε ο δράστης.
Μάλιστα το γεγονός ότι οι κατηγορίες απαγγέλλονταν σε κακουργηματικό βαθμό έχει ως συνέπεια, τόσο την επιβολή υψηλότερων ποινών, όσο και την προσαύξηση του ο χρόνου παραγραφής, ο οποίος στην πλημμεληματική πλαστογραφία είναι τα πέντε έτη, με αποτέλεσμα οι εν λόγω υποθέσεις που κατά κύριο λόγο περιέχουν πράξεις που τελέστηκαν  προ πολλών ετών (καθότι τα τελευταία χρόνια οι προσλήψεις στο δημόσιο σπανίζουν) να μην υποκύπτουν στην παραγραφή. Πέραν του χρηματικού ορίου το οποίο μετατρέπει την πλαστογραφία σε κακούργημα, τα ως άνω αδικήματα συχνά καταλογίζονται αδικαιολόγητα, ως τελούμενα  κατ’ επάγγελμα με το ίδιο αποτέλεσμα.
 Ο ορθός ποινικός χαρακτηρισμός της κατάθεσης πλαστού πτυχίου για διορισμό:
Ωστόσο, εν προκειμένω ο υπολογισμός της χρηματική ωφέλειας του δράστη και η αντίστοιχη ζημία του δημοσίου είναι εσφαλμένος. Οι χρηματικές καταβολές που πραγματοποιήθηκαν σε αυτούς τους υπαλλήλους δεν καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, αλλά ως αμοιβή για υπηρεσίες που πράγματι παρείχαν σε εκτέλεση της εργασιακής σχέσης που τους συνέδεε με τους εργοδότες τους.
Ειδικότερα, ο μισθός είναι αντιπαροχή για την εργασία που έχει παρασχεθεί και εν προκειμένω, παρά την έλλειψη τυπικού προσόντος, πράγματι παρασχέθηκε η εργασία. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως το Δημόσιο ζημιώθηκε παρανόμως και μάλιστα ότι η ζημία ανέρχεται στο σύνολο του ύψους των καταβληθεισών αποδοχών, ακριβώς, διότι οι αποδοχές υπήρξαν αποτέλεσμα της παρασχεθείσας εργασίας.
Οι νεότερες αποφάσεις των δικαστηρίων:
Ωστόσο εσχάτως υπήρξε μεταβολή των αποφάσεων των δικαστηρίων προς την ορθή κατεύθυνση. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι η  απάτη και η πλαστογραφία με τη χρήση του πλαστού εγγράφου συντελέστηκε άπαξ και συγκεκριμένα, μόνο όταν το πλαστό έγγραφο κατατέθηκε ως δικαιολογητικό διορισμού, καθώς (στις περισσότερες των περιπτώσεων) δεν επαναχρησιμοποιήθηκε έκτοτε. Ειδικότερα, η απάτη δεν τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση, καθώς τόσο η παράσταση του ψευδούς γεγονότος, όσο και η συνέπεια της απατηλής συμπεριφοράς αυτής επελθούσα πλάνη του δημοσίου συντελέσθηκαν με την κατάθεση του πλαστού εγγράφου και του διορισμού, χωρίς να ασκεί κάποια έννομη επιρροή το γεγονός ότι εξαιτίας της επελθούσας αυτής πλάνης, ο δημόσιος φορέας έχει προβεί σε περισσότερες και σε μεταγενέστερους χρόνους περιουσιακές διαθέσεις, δηλ. καταβολές μισθού.
Αντίθετη άποψη περί κατ’ εξακολούθηση τέλεσης του αδικήματος με την μορφή της αθέμιτης παρασιώπησης αληθούς γεγονότος θα οδηγούσε στο άτοπο αποτέλεσμα να προσδίδεται ουσιαστικά στην απάτη χαρακτήρας διαρκούς εγκλήματος. Κατά συνέπεια, τα εγκλήματα της απάτης και της πλαστογραφίας (με χρήση) είναι στιγμιαία και συντελούνται και ολοκληρώνονται με την κατάθεση του πλαστού εγγράφου και την επελθούσα αυτής πλάνη του δημοσίου φορέα, και δεν μπορεί να θεωρηθούν ως εγκλήματα διαρκή, διότι με αυτόν τον τρόπο η πλαστογραφία και η απάτη θα θεωρούνταν ότι συντελούνται κάθε στιγμή μέχρι της αποκάλυψή τους. Η νομολογία δειλά-δειλά διορθώνει την αρχική της θέση και οδηγείται στην σωστή κατεύθυνση.
Είναι προφανές ότι η έννομη τάξη ορθώς τιμωρεί τέτοιες ενέργειες, οι οποίες έχουν ιδιαίτερη κοινωνική απαξία. Ωστόσο, δεν δικαιολογείται να υπερακοντίζονται οι νομικές ευθύνες των υπαιτίων, ούτε να επινοούνται νομικές κατασκευές για «παραδειγματισμό». Αρκεί για τη αποκατάσταση της δημόσιας τάξης η απόδοση των πραγματικών ευθυνών των υπαιτίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: